- πείσμονας
- οαυτός που έχει πείσμα, πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, δύστροπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεισμάτωμα — το [πεισματώνω] το αποτέλεσμα τού πεισματώνω, το να γίνεται κανείς πείσμονας ή το να κάνει κάποιον για να πεισμώσει … Dictionary of Greek
πεισματάρης — α, ικο, θηλ. και πεισματάρισσα αυτός που έχει πολύ πείσμα, πείσμονας, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα (Ι), ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. νοικ άρης)] … Dictionary of Greek
σκληροτράχηλος — η, ο / σκληροτράχηλος, ον, ΝΜΑ 1. ισχυρογνώμονας, πείσμονας, ξεροκέφαλος νεοελλ. μτφ. α) άκαμπτος, ανυποχώρητος («σκληροτράχηλος αντίπαλος») β) ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + τράχηλος] … Dictionary of Greek
σκληρύνω — ΝΜΑ, και σκληραίνω Ν [σκληρός] 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον σκληρό, σκληραίνω 2. κάνω κάποιον ή κάτι σκληρότερο από ό,τι ήταν προηγουμένως αρχ. 1. παθ. σκληρύνομαι μτφ. γίνομαι αδιάλλακτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, πείσμονας 2. φρ. «σκληρύνω τὴν… … Dictionary of Greek
σκληροτράχηλος — η, ο άκαμπτος, πείσμονας: Οι σκληροτράχηλοι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να υποταχτούν στον Αλή πασά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)